- ὑπαίθρῳ
- ὕπαιθροςpublicneut dat sgὑπαίθριοςunder the skymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπαίθρωι — ὑπαίθρῳ , ὕπαιθρος public neut dat sg ὑπαίθρῳ , ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRAXIDICE — nympha ex Tremilo filium habuit Cragum, qui Lyciae monti nomen dedit, Steph. Suidas in Πραξιδίκη: Διονύσιος δε, εν κτίσεσιν, Ω᾿᾿γόγου ῾φησἲ θυγατέρες. Α᾿λαλκομενίαν, Θελξίνειαν, Αὐλίδα, ἃςὕςτερον Πραξιδίκας ὠνομαςθῆναι. Earum aedem et iusiurandum … Hofmann J. Lexicon universale
Καρυάτιδα — η (AM Καρυᾱτις, ιδος) αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες τού Ερεχθείου» β. «δειπνεῑν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.) αρχ. 1. ιέρεια τὴς… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… … Dictionary of Greek
Σβώλος, Αλέξανδρος — Έλληνας νομικός και πολιτικός (Κρούσοβο, Μακεδονία 1892 Αθήνα 1956). Αριστούχος διδάκτορας της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών το 1915, με τη διατριβή Το δικαίωμα του συνεταρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το σύνταγμα και τον… … Dictionary of Greek
ԲԱՑՕԹԵԱԳ — (թեգի, թեգաց.) NBH 1 476 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 9c, 10c, 12c, 13c ա.մ. եւ ըսի բայի. ԲԱՑՕԹԵԱԳ ԲԱՑՕԹԵԱՅ. ἁγραυλέω, ων ruri vel in agris pernocto, tans, ἑν ὐπαίθρῳ sub dio. Որ ʼի բացի օթեալ ագանի. դուրս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՑՕԹԵԱՅ — (թէի, թէից.) NBH 1 476 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 9c, 10c, 12c, 13c ա.մ. եւ ըսի բայի. ԲԱՑՕԹԵԱԳ ԲԱՑՕԹԵԱՅ. ἁγραυλέω, ων ruri vel in agris pernocto, tans, ἑν ὐπαίθρῳ sub dio. Որ ʼի բացի օթեալ ագանի. դուրս տեղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)